- βουλευτικός
- βουλευτικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουλευτικός — ή, ό (Α βουλευτικός, ή, όν) [βουλευτής] όποιος ανήκει ή αρμόζει στους βουλευτές ή στη βουλή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το βουλευτικόν το ένα από τα δύο σώματα, με νομοθετική εξουσία, που θα αποτελούσαν την «προσωρινή κυβέρνηση» σύμφωνα με τις… … Dictionary of Greek
βουλευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους βουλευτές: Έχει γίνει πολλή συζήτηση για το βουλευτικό άσυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουλευτικά — βουλευτικός of neut nom/voc/acc pl βουλευτικά̱ , βουλευτικός of fem nom/voc/acc dual βουλευτικά̱ , βουλευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικώτερον — βουλευτικός of adverbial comp βουλευτικός of masc acc comp sg βουλευτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικῶν — βουλευτικός of fem gen pl βουλευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικόν — βουλευτικός of masc acc sg βουλευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικαῖς — βουλευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικαί — βουλευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικοῖς — βουλευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτικοί — βουλευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)